- ἀκόρεστοι
- ἀκόρεστοςinsatiatemasc/fem nom/voc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
несытыи — (42) пр. 1.Прожорливый: проклѧтъ бѹди несытыи грътани. ˫ако тебе ради и чрѣва моѥго слепотѹ сию при˫ахъ. ПрЛ XIII, 40в; в роли с.: Нѣкогда брать˫а мо˫а начну бо ѿ малыхъ... ѿ гордыхъ гордынѧ... ѿ хупавыхъ хупости. ли ѡтъ несытыхъ несытьства. (τῶν … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλκένια — Βλ. λ. ολεφίνες. * * * τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που υποδηλώνει τον αριθμό τών ατόμων άνθρακα … Dictionary of Greek
αλκίνια — Ονομασία των ακόρεστων υδρογονανθράκων της σειράς του ακετυλενίου. * * * τα Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με γενικό μοριακό τύπο CvH2v 2, όπου v ένας ακέραιος αριθμός που υποδηλώνει τον αριθμό τών ατόμων άνθρακα … Dictionary of Greek
αλκαδιένια — Ονομασία των άκυκλων ακόρεστων υδρογονανθράκων που έχουν στο μόριό τους δύο διπλούς δεσμούς. Λέγονται και διένια. * * * ή διένια, τα ή ολεφίνες, οι Χημ. ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες με δύο ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (πολυένια).… … Dictionary of Greek
πετροχημεία — Ονομάζεται έτσι η επιστήμη, η τεχνική και η βιομηχανία των χημικών προϊόντων που παράγονται από το πετρέλαιο. Η π. παράγει όλα τα απλά ή σύνθετα σώματα, τα οποία προέρχονται, ολικά ή μερικά από πρώτες ύλες του εξάγονται από το πετρέλαιο ή το… … Dictionary of Greek
πολυεστέρας — ο, Ν (χημ. τεχνολ.) 1. συν. στον πληθ. οι πολυεστέρες συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, που παράγονται με ποικίλες αντιδράσεις, όπως είναι η πολυσυμπύκνωση μιας δισθενούς αλκοόλης με ένα δικαρβονικό οξύ, η πολυσυμπύκνωση ενός διεστέρα με μια… … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακας — ο, Ν χημ. συν. στον πληθ. οι υδρογονάνθρακες μεγάλη κατηγορία οργανικών ενώσεων τών οποίων το μόριο αποτελείται μόνο από άνθρακα και υδρογόνο και οι οποίες αποτελούν το κύριο συστατικό τών πετρελαίων και των φυσικών αερίων ή συστατικά τών φυτικών … Dictionary of Greek